- μυροποιητής
- μῠρο-ποιητής, οῦ, ὁ,A perfumer, Cat.Cod.Astr.8(4).137.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροποιητής — μυροποιητής, ὁ (Α) αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ποιητής, μέσω αμάρτυρου ρ. *μυροποιῶ] … Dictionary of Greek